Του Γιωργου Παγουλατου*
Ευημερεί τελικά η κοινωνία μας; Ή κλονίζεται υπό το βάρος διευρυνόμενων ανισοτήτων; Κινδυνεύουν τα ευρύτατα μεσαία στρώματα που μας κληροδότησαν οι μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές δεκαετίες;
Σε κάθε τέτοια συζήτηση ελλοχεύει ένας διάχυτος κοινωνικός μιζεραμπιλισμός, με ισχυρές δόσεις τηλεοπτικής δραματοποίησης: «Ενας στους τρεις κάτω από το όριο της φτώχειας!», «Υπερχρεωμένα τα νοικοκυριά!», «Στα ύψη η τιμή της γαλοπούλας!». Στον αντίποδα, η χαζοχαρούμενη ευφορία του lifestyle: τα χιλιάδες πούρα και θηριώδη τζιπ στους δρόμους δεν μπορεί παρά να σημαίνουν ότι η κοινωνία κολυμπά σε πελάγη καπιταλιστικής ευωχίας... Ή μήπως όχι;
Τα δεδομένα συνιστούν ψυχραιμία. Πρώτον, υπάρχει μια διεθνής τάση διεύρυνσης των ανισοτήτων, που συνδέεται με δομικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, όπως η κινητικότητα του κεφαλαίου, ο φορολογικός ανταγωνισμός, οι ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές. Δεύτερον, η επιδείνωση των οικονομικών ανισοτήτων οξύνεται στις ΗΠΑ της διακυβέρνησης Μπους, αναγόμενη σε μεταβολές που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Αισθητή είναι η τάση και σε άλλες αγγλοσαξονικές κοινωνίες – τίμημα της ταχύρρυθμης ανάπτυξης και χαμηλής ανεργίας που απολαμβάνουν. Τρίτον, η τάση είναι λιγότερο αισθητή στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου όμως και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πιο συγκρατημένοι.
Οπως δείχνει η έρευνα του Πάνου Τσακλόγλου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, την τελευταία 25ετία η ανισότητα στην Ελλάδα παραμένει σταθερή ή μειώνεται ελαφρά. Πάντως δεν αυξάνεται. Το ίδιο διάστημα, η σχετική φτώχεια (δηλαδή απόκλιση από το μέσο εισόδημα) επίσης δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα μειώθηκε ελαφρά, ενώ με απόλυτους όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης η φτώχεια μειώθηκε εντυπωσιακά.
Συνεχίζεται δηλαδή η ίδια μακροχρόνια τάση της υποπεριόδου 1974-82, όταν επιτεύχθηκε η σημαντικότερη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα. Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η μακροχρόνια τάση δεν έχει ανατραπεί την τελευταία τριετία, παρά τις οριακές επιπτώσεις μέτρων, όπως η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ ή η μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών των επιχειρήσεων (όμως η πρόσφατη άνοδος των τιμών επιδεινώνει την κατάσταση). Επομένως, ο παραγόμενος πλούτος (που από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυξάνεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο) συνεχίζει όπως παλιότερα να διαχέεται στην κοινωνία.
Κι όμως, ευρύτατες ομάδες πληθυσμού νιώθουν ότι συμπιέζονται, ότι τα βγάζουν πέρα όλο και δυσκολότερα. Η «γενιά των 700 ευρώ» είναι η πρώτη μεταπολεμικά που κινδυνεύει να ζει χειρότερα από τους γονείς της. Τι συμβαίνει;
Πρώτον, η αίσθηση της συμπίεσης έχει να κάνει όχι τόσο με διεύρυνση της ανισότητας και φτώχειας όσο με δυναμικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των μεσοστρωμάτων. Αναπόφευκτα σε μια κοινωνία μεσαίων στρωμάτων η κινητικότητα δεν θα είναι μόνο ανοδική αλλά και καθοδική. Επαγγέλματα που κάποτε εξασφάλιζαν ευμάρεια και καταξίωση (γιατροί, δικηγόροι) είναι πλέον υπερκορεσμένα και κακοπληρωμένα. Η είσοδος στον δημόσιο τομέα δυσκολεύει διαρκώς – ιδίως για όσους δεν διαθέτουν κομματικό μπάρμπα στην Κορώνη. Οι αγορές αλλάζουν ταχύτατα. Οσοι από τύχη, ενόραση ή καλές γνωριμίες βρέθηκαν τον κατάλληλο χρόνο στην κατάλληλη θέση βλέπουν τα εισοδήματά τους να εκτοξεύονται – όπως συνέβη την τελευταία δεκαετία με αρκετές θέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή την υψηλή τεχνολογία. Οι πολλοί άλλοι, με πολύ παρόμοια προσόντα, μένουν πίσω. Ο έντονος ανταγωνισμός δημιουργεί πίεση, άγχος, ανασφάλεια.
Δεύτερον, τα μεσαία στρώματα βιώνουν τη διευρυνόμενη απόσταση μεταξύ υλικών προσδοκιών και πραγματικών επιδόσεων. Αισθανόμαστε ότι οι εισοδηματικές και καταναλωτικές μας δυνατότητες υπολείπονται διαρκώς των επιθυμητών. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή γινόμαστε φτωχότεροι, αλλά επειδή οι καταναλωτικές μας ανάγκες αυξάνονται ταχύτερα, οδηγούμενες και από τον ανταγωνισμό κοινωνικού status. Η σημερινή μεσοαστική οικογένεια είναι πλουσιότερη από την αντίστοιχη χθεσινή, αλλά αισθάνεται φτωχότερη.
Εδώ μπαίνει και η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κάθε χρόνο ανοίγουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ θέσεις που αντιστοιχούν περίπου στο 75% των δεκαοχτάχρονων νέων. Το ποσοστό είναι πανευρωπαϊκά υψηλότατο – και προστίθενται και οι χιλιάδες φοιτητές εξωτερικού και ιδιωτικών κολεγίων. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση διογκώνει τις προσδοκίες των αποφοίτων για επαγγελματική αποκατάσταση αντίστοιχη των τυπικών τους προσόντων. Οι προσδοκίες όμως αυτές είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν επαρκώς. Ιδίως σε μια αγορά εργασίας μπλοκαρισμένη, με υψηλά τείχη που προστατεύουν τους μέσα εις βάρος των απέξω. Ο πτυχιούχος που δουλεύει delivery ή εργάζεται υπερωρίες για 700 ευρώ έχει προσδοκίες καταρτισμένου εργαζόμενου αλλά αμείβεται σαν ανειδίκευτος. Αυτή η αναντιστοιχία παράγει απογοήτευση. Ακόμα χειρότερα για τις οικογένειες που υφίστανται τη μακροχρόνια ανεργία των πτυχιούχων παιδιών τους. Δεν πρόκειται για φτώχεια – η δοκιμασία τους είναι κυρίως ψυχολογική.
Τέλος, όχι μόνο οι προσδοκίες μας είναι υψηλότερες αλλά και η πληροφόρησή μας καλύτερη. Ανεβάζει διαρκώς τον πήχυ με τον οποίο συγκρίνουμε την προσωπική μας ευμάρεια, εστιάζοντας σε ιστορίες πλούτου και αφθονίας. Η πληροφόρηση φωτίζει επίσης τις σκοτεινές πλευρές, από επικίνδυνα προϊόντα μέχρι διαφθορά και αναξιοκρατία στις προσλήψεις. Και άλλοτε συνέβαιναν, τώρα όμως τα γνωρίζουμε. Ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης –μέγιστη κατάκτηση της μεταπολίτευσης– παράγει πιο ενημερωμένους και ελεύθερους πολίτες. Οχι απαραίτητα και ευτυχέστερους.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, gpag@aueb.gr
Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)